- ῥαβδιστής
- ῥαβδ-ιστής, οῦ, ὁ,A thresher, BGU115i15 (ii A.D.), Sammelb. 5124.103 (ii A.D.), al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραβδιστής — ὁ, Α [ῥαβδίζω] ο αλωνιστής … Dictionary of Greek
εριοραβδιστής — ἐριοραβδιστής, ὁ (Α) (παπυρ.) αυτός που ραβδίζει, που ξαίνει τα έρια, ο ξάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + ραβδιστής (ραβδίζω)] … Dictionary of Greek